απίθωμα

απίθωμα
τό
1) оставление (вещей и т. п.); 2) размещение, помещение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "απίθωμα" в других словарях:

  • απίθωμα — το προσωρινή τοποθέτηση, ακούμπισμα …   Dictionary of Greek

  • κατάθεση — η (AM κατάθεσις) [κατατίθημι] νεοελλ. 1. απόθεση, απίθωμα («κατάθεση θεμελίου λίθου») 2. παράδοση χρημάτων σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό 3. το κατατεθειμένο ποσό 4. (λειτ.) πανηγυρική απόθεση ιερού λειψάνου ή ιερού αντικειμένου σε… …   Dictionary of Greek

  • απιθώνω — ωσα, ώθηκα ωμένος 1. αποθέτω, αφήνω: Απίθωσε το ταγάρι σ ένα κάθισμα. 2. το μέσ., απιθώνομαι κάθομαι, ξεκουράζομαι: Απιθώσου το λοιπόν σ έναν τόπο. Ουσ., απίθωμα, το το να απιθώνει κανείς κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάθεση — η 1.απόθεση, απίθωμα: Έγινε η κατάθεση του θεμέλιου λίθου. 2. παράδοση χρημάτων σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό: Έχει καταθέσεις σε πολλές τράπεζες. 3. μαρτυρική κατάθεση, μαρτυρία: Του πήρε κατάθεση ο ανακριτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»